ἐξορούω
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.
French (Bailly abrégé)
s'élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.
German (Pape)
hervorstürmen, -brechen, Il. 3.325, in tmesi.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορούω:
1 вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2 выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
Greek Monolingual
ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].
Greek Monotonic
ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.