ἀφέτης
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀφίημι) A one who lets off a military engine, Plb.4.56.3. b teacher of ballistic, IG2.465.22. c starter in races, POxy.152.1 (vii A.D.). 2 Astrol., prorogator, heavenly body which determines the vital quadrant, Ptol.Tetr.131. II Pass., a freed-slave among the Spartans, Myro2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I en Esparta liberto Myro 1.
II 1artillero, servidor de una máquina de guerra λιθοφόρους ... καὶ τοὺς ἀφέτας (ἡτοίμασαν) Plb.4.56.3, τὸν τοξότην ... καὶ τὸν ἀφέτην IG 22.1028.53, cf. 1007, 1008.85, 1009.22 (todas II a.C.).
2 juez de salida en las carreras OAshm.Shelton 85, 89 (IV d.C.?), POxy.152.1 (VII d.C.).
3 astrol. astro que influye sobre el cuadrante vital en el momento del nacimiento, Ptol.Tetr.3.11.10, Cat.Cod.Astr.8.(1).261, 262.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, 1) der Loslassende, der Schleuderer beim Wurfgeschütz, Pol. 4, 56. – 2) der Freigelassene bei den Lacedämoniern, bei Ath. VI, 271 f.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. 1 qui lance des traits ou des projectiles, particul. qui manœuvre une baliste;
2 t. d'astron. qui lance des rayons en parl. de certains corps célestes;
II. à Sparte esclave, affranchi.
Étymologie: ἀφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέτης: ου ὁ метатель, pl. прислуга метательного орудия Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέτης: του, ὁ (ἀφίημι) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ πρός, τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., δοῦλος ἀπελεύθερος ἐν Σπάρτῃ, «πολλάκις..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.