ἐγγλωττοτυπέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
talk loudly of, Ar.Eq.782.
Spanish (DGE)
hacerse lenguas, tener siempre en la boca, vanagloriarse μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν Ar.Eq.782.
German (Pape)
[Seite 701] mit der Zunge schlagen, abdreschen, At. Equ. 782.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire claquer la langue comme pour déguster du bon vin, càd vanter qch, vanter sans cesse.
Étymologie: ἐν, γλῶττα, τύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγλωττοτῠπέω: молоть языком, разглагольствовать (μεγάλως Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλωττοτῠπέω: κομπορρημονῶ, ἔχω τι ἀεὶ ἐπὶ γλώσσης, ἀπαύστως διηγοῦμαι τὰ ἐμὰ κατορθώματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 782.
Greek Monotonic
ἐγγλωττοτῠπέω: μιλώ μεγαλοφώνως, επιδεικτικά, σε Αριστοφ.