μείουρος

From LSJ
Revision as of 17:04, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείουρος Medium diacritics: μείουρος Low diacritics: μείουρος Capitals: ΜΕΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: meíouros Transliteration B: meiouros Transliteration C: meiouros Beta Code: mei/ouros

English (LSJ)

v. μύουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a la queue écourtée ; raccourci, écourté en gén.
2 t. de rhét. qui se termine court.
Étymologie: μεῖον, οὐρά.

German (Pape)

(wie μύουρος), kurz-, stutzschwänzig, wie μύουρος, Ael. H.A. 15.13; – στίχοι μείουροι, οἱ ἐπὶ τῆς ἐκβολῆς τὴν χωλότητα ἔχοντες, Ath. XIV.632e, und sanft bei den Gramm., Hexameter, welche in einem der letzten beiden Füße eine Kürze statt einer Länge haben, wie ὅπως ἴδον αἴολον ὄφιν, und ä. – Auch περίοδοι, Arist. rhet. 3.9 (Bekk. μύουρος) und a. Rhett., eine Periode mit zu kurzem Nachsatz.

Russian (Dvoretsky)

μείουρος:
1 досл. с укороченным хвостом, перен. стих. усеченный, т. е. укороченный в конце на один слог или у которого последний слог краткий вместо долгого (στίχος Plut.);
2 рит. коротко обрывающийся (περίοδος Arst. - v.l. μύουρος).

Greek (Liddell-Scott)

μείουρος: -ον, (μεῖον οὐρὰ) μειούμενος πρὸς τὸ ἄκρον, πλάτος δὲ ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐρὰν Αἰλ. π. Ζ. 15. 13· στίχοι μ. ἑξάμετροι ἐν οἷς ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑνὸς ἢ δύο τῶν τελευταίων ποδῶν εἶναι βραχεῖα ἀντὶ μακρᾶς, Ἀθήν. 632· πρβλ· Ἡφαιστ. 183 Gaisf., Εὐστ. 900. 7 κἑξ., καὶ ἴδε μύουρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μείουρος, -ον)
1. αυτός που έχει κοντή ουρά, κοντό άκρο, κολοβωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο μείουρος
(μετρ.) εξάμετρος στίχος στον οποίο η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο τελευταίων ποδών είναι βραχεία αντί να είναι μακρά
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μείουρον
α) το άκρο
β) η κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειο- + ουρά].