σάγη

From LSJ
Revision as of 17:05, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, 1) das Geschirr, die Bepackung des Pferdes, Esels, Maulthiers, als Decken, Sattel, Saumsattel. – 2) auch von Menschen, die Waffenrüstung, παντελῆ σάγην ἔχων Aesch. Ch. 552; Apoll. L. H., es auf σάκος zurückführend, sagt ἀφ' οὗ καὶ οἱ νεώτεροι σάγην τὴν ὅλην πανοπλίαν λέγουσιν, ὡς Σοφοκλῆς (frg. 939); vgl. die anderen VLL.; τοξήρη σάγην, Eur. Herc. Fur. 188; gew. im plur., φεράσπιδες Aesch. Pers. 236, δορύσοοι, ὑπέρκομποι, Sept. 118. 373; der ganze Anzug, die Bedeckung, Kleidung, Ch. 664; – φερέσβιος, = πήρα, Phot. – Über den Accent, auch σαγή, s. Arcad. p. 104, 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. équipement;
II. particul.
1 bagage;
2 armure ; postér. harnais d'une bête de somme, bât, selle.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.

Greek (Liddell-Scott)

σάγη: [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ φορτίον τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., αὐτόφορτος οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ ἴδιος τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· σάκκος, «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ Πολυδ. Ι΄, 92· - ἀκολούθως καθόλου, σκεύη, ἔπιπλα, παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· τοξήρης σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· μάλιστα δὲ ὁπλισμός, Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄ 157· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = σάγμα ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - ὡσαύτως τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.
(Πιθαν. ἐκ τοῦ σάττω· ἐντεῦθεν πανσαγίαπασσαγία, σάγματα· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ σάγος καὶ σάκος. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).

Russian (Dvoretsky)

σάγη: или σᾰγή (ᾰ) ἡ
1 снаряжение, вещи: οἰκεία σ. Aesch. личные вещи, поклажа:
2 тж. pl. вооружение Trag.;
3 вьюк Babr.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=ἀποσκευές, σαμάρι). Ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.