ἐκμισέω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
hate much, Plu.Phil.12 (Pass.).
Spanish (DGE)
aborrecer, odiar πᾶσαν οἴησιν Gr.Nyss.M.46.832C, en v. pas. (Φίλιππος) παντάπασιν ἐξεμισήθη Plu.Phil.12.
German (Pape)
[Seite 769] sehr hassen, Plut. Pelop. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
détester.
Étymologie: ἐκ, μισέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμῑσέω: сильно ненавидеть (Φίλιππος ἐξεμισήθη πρὸς τοὺς Ἓλληνας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμῑσέω: μισῶ σφόδρα, Πλουτ. Φιλοπ. 12.
Greek Monotonic
ἐκμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ πολύ έντονα, αποστρέφομαι, σε Πλούτ.