μανύω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱνύω Medium diacritics: μανύω Low diacritics: μανύω Capitals: ΜΑΝΥΩ
Transliteration A: manýō Transliteration B: manyō Transliteration C: manyo Beta Code: manu/w

English (LSJ)

μᾱν-ῡτής, μᾱν-ῡτικός, μᾱν-ῡσις, Dor. for μην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μηνύω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱνύω: μᾱνῡτής, μάνῡσις, Δωρ. ἀντὶ μηνύω, μηνυτής, μήνυσις.

English (Slater)

μᾱνῠω
   a declare ὣς ἄρα μάνυε (O. 6.52) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς (P. 1.93) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρομίος: “donne le signale du chant.” Puech) (N. 9.4) [μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]
   b point out, make known οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (οἷς σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) (I. 8.55)

Greek Monolingual

μανύω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηνύω.

Greek Monotonic

μᾱνύω: Δωρ. αντί μηνύω.

German (Pape)

[ᾱ], dor. = μηνύω.