σεμνολογέω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογέω Medium diacritics: σεμνολογέω Low diacritics: σεμνολογέω Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: semnologéō Transliteration B: semnologeō Transliteration C: semnologeo Beta Code: semnologe/w

English (LSJ)

speak solemnly, use fine phrases, ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; ἀμφί or περί τινος App.Hisp.18, BC1.9; τι περί τινος Luc.Sacr. 5:—also Med. σεμνολογέομαι, talk in solemn phrases, D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.Am.50; τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ. Plu.Sull. 13.

German (Pape)

[Seite 871] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; ἀμφί τινος, App. Hisp. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec gravité ou avec emphase : σ. τι περί τινος dire qch de qqn en termes graves ou emphatiques ; τινι ὡς dire gravement à qqn que.
Étymologie: σεμνολόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογέω: тж. med.
1 торжественно говорить Dem.;
2 с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).

Greek Monotonic

σεμνολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με σοβαρότητα και σεμνότητα, σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., σεμνολογέομαι, μιλώ με σοβαρές, επίσημες φράσεις, μιλώ πανηγυρικά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογέω: ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, λέγω εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ περί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι περί τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.

Middle Liddell

σεμνολογέω, fut. -ήσω
to speak gravely and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to talk in solemn phrases, Dem. [from σεμνολόγος