πολύδικος

From LSJ
Revision as of 21:38, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδῐκος Medium diacritics: πολύδικος Low diacritics: πολύδικος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: polýdikos Transliteration B: polydikos Transliteration C: polydikos Beta Code: polu/dikos

English (LSJ)

ον, litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.

German (Pape)

[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῦ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].

Greek Monotonic

πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύ-δῐκος, ον,
having many lawsuits, litigious, Strab.

Translations