ἀντίψυχος
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ον, A given for life, Luc.Lex.10. 2 ἀ. ἀποθανεῖν giving one's own life for another's, D.C.59.8. 3 name for οἱ Μέμνονος ὄρνιθες, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 de rescate χρήματα ἀντίψυχα Luc.Lex.10
•subst. τὸ ἀ. rescate ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν LXX 4Ma.6.29, cf. Ign.Eph.21.1, τὰ ἀντίψυχα rescate Hsch.s.u. περίψημα.
2 que da la vida por otro D.C.59.8.3.
3 ἀντίψυχοι n. de los pájaros memnones, animal fabuloso, Hsch., v. s.u. Μέμνων.
German (Pape)
[Seite 264] (ψυχή), statt des Lebens, für das Leben gegeben, Luc. Lexiph. 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίψῡχος: даваемый для спасения жизни (χρήματα ἀντίψυχα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.
Greek Monolingual
ἀντίψυχος, -ον (Α)
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής.