ἁλουργίς

From LSJ
Revision as of 19:35, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̔λουργῐ́ς Medium diacritics: ἁλουργίς Low diacritics: αλουργίς Capitals: ΑΛΟΥΡΓΙΣ
Transliteration A: halourgís Transliteration B: halourgis Transliteration C: alourgis Beta Code: a(lourgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A purple robe, Ar.Eq.967, IG2.754, Chamaeleon ap.Ath.9.374a. II as adjective, ἐσθὴς ἁλουργίς f. l. in Luc.Nav.22.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1manto de púrpura como signo de divinidad, realeza o simple lujo ἁλουργίδα ἔχων κατάπαστον con manto de púrpura bordado Ar.Eq.967, χρυσόπαστος D.C.63.20.3, Polyaen.8.43, ἁλουργὶς ξενική IG 22.1517.155, 22.1514.49 (IV/III a.C.), ἐφόρει ἁλουργίδα Chamael.43, cf. D.L.8.47, ποικίλαις ἁ. ἀμφιέννυνται D.H.3.62, cf. AP 7.218 (Antip.Sid.), en un sueño, Artem.2.3.
2 paño de altar, CCP(536) Act.5 p.95.26.
II fig.
1 manto de púrpura, la púrpura como colmo de la excelencia ἁλουργὶς θεοῦ γενόμενος de San Pablo después de la conversión, Isid.Pel.Ep.M.78.381A, cf. Nil.M.79.872A, ὁ Χριστός, καθάπερ ἁ. βασιλικήν τὸ ἴδιον φόρημα περικείμενος ... τὸ ἀνθρώπινον σῶμα Cyr.Al.M.73.484B.
2 la púrpura imperial, el imperio τὸν Γάλλον ἀφελέσθαι μὲν τῆς ἁ. Philost.HE 4.1.

German (Pape)

[Seite 109] ίδος, ἡ, mit Meerpurpur gefärbtes, ächtes Purpurkleid, Ar. Equ. 962; Ant. Sid. 83 (VII, 218); Plut. Rom. 14 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
robe de pourpre.
Étymologie: fém. de ἁλουργής.

Russian (Dvoretsky)

ἁλουργίς: ίδος ἡ (sc. ἐσθής) пурпурная одежда Arph., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρᾶ ἐσθής, Ἀριστοφ. Ἱππ. 967, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 58, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐσθὴς ἁλουργίς, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 22· ἀλλ’ ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ ἁλουργής, ὡς ἐν εἰκόσι τοῦ αὐτοῦ 11.

Greek Monolingual

ἁλουργίς (-ίδος), η (AM)
πορφυρή εσθήτα
αρχ.
(ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον.

Greek Monotonic

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρή εσθήτα, σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς ἁλουργίς, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἁλουργής
a purple robe, Ar.: as adj., ἐσθὴς ἁλουργίς Luc.