ἐκσπάω
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
fut. -άσω, A draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65; σπάρτον Hero Aut.25.6; pull up, [χάρακα] Plb.18.18.14:—and so Med., ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα having drawn out their spears, Il. 7.255:—Pass., [τρίχες] ἐκσπῶνται Arist.Pr.893a20, cf. Hero Aut.16.2. II remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI736.7 (Fayûm).
Spanish (DGE)
I c. compl. de cosa
1 arrancar τὴν καρδίαν ἐκσπάσαι φασὶν ἐν ἴσῳ τῷ ἀποκτεῖναι hablan de ‘arrancar el corazón’ en el sentido de ‘matar’ Gal.5.341, en v. pas. αἱ τρίχες Arist.Pr.893a20, ῥᾳδίως ἐκσπᾶται (χάραξ) Plb.18.18.10.
2 extraer, sacar c. ἐκ y gen. τὴν μάχαιραν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ LXX Id.3.22, ἐκ παγίδος τοὺς πόδας LXX Ps.24.15, sólo c. ac. ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65, un pólipo de la nariz, Hp.Morb.2.33
•sacar un arma, blandir ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα Il.7.255
•tirar de σπάρτον Hero Aut.25.6, (χάρακα) Plb.18.18.14.
3 apartar, retirar ἡ δὲ ... ἐξέσπασε χεῖρα y ella apartó la mano Musae.116
•fig. apartar de ὅπως ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους ἐκσπάσῃ ἐκ τῆς ἐπιβουλῆς para apartar a sí mismo y a los demás de la asechanza Gr.Nyss.M.46.841C.
4 extractar, resumir un documento τὸ ὑπόμνη(μα) PTeb.58.29 (II a.C.).
II c. compl. de pers. expulsar por la fuerza, sacar a rastras με ἐκ τοῦ βαλανείου PHels.2.17 (II a.C.), τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ IFayoum 136.17 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 779] (s. σπάω), herausziehen; ἐξέσπασε ἔγχος Il. 6, 65; Ar. Th. 510 u. Sp.; med., ἔγχεα ἐκσπασσαμένω, als sie ihre Speere herausgezogen hatten, Il. 7, 255; βόλον Eur. El. 582.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐκσπάσω, ao. ἐξέσπασα;
arracher;
Moy. ἐκσπάομαι, ἐκσπῶμαι (ao. part. poét. duel ἐκσπασσαμένω) arracher (de son propre corps) acc..
Étymologie: ἐκ, σπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσπάω: вырывать, выдергивать, вытаскивать (ἔγχος Hom. - тж. med.; med. βόλον Eur.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος Arph.; ἀπὸ ῥιζῶν ἐκσπῶνται τὰ δένδρα Arst.; τὰς ἐκφύσεις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπάω: μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, ἐκβάλλω διὰ τῆς βίας, ἐξέλκω. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· ἐκβάλλω, οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14.
English (Autenrieth)
aor. ἐξέσπασε, mid. part. ἐκσπασσαμένω: pull out, mid., something that is one's own, Il. 7.255.
Greek Monotonic
ἐκσπάω: μέλ. -άσω, βγάζω, τραβώ κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. άσω
to draw out, Il.; so in Mid., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα having drawn out their spears, Il.