ἀμελητέος

From LSJ
Revision as of 08:47, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελητέος Medium diacritics: ἀμελητέος Low diacritics: αμελητέος Capitals: ΑΜΕΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: amelētéos Transliteration B: amelēteos Transliteration C: ameliteos Beta Code: a)melhte/os

English (LSJ)

α, ον, to be neglected, Luc. Tim. 9, Arr. An. 1.7.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. despreciable οὐ παροπτέος ἁνὴρ οὐδὲ ἀμελητέος Luc.Tim.9
de cosas que debe ser descuidado τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει (Ἀλεξάνδρῳ) ἀμελητέα εἶναι Arr.An.1.7.4.
2 neutr. impers. ἀμελητέον = hay que desinteresarse de, hay que despreciar c. gen. τῶν μὲν τοιούτων ἀμελητέον Isoc.9.7
τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναι οἱ Ἀλέξανδρος respecto a éstos se dió cuenta Alejandro que no debían ser despreciados por él Arr.An.1.24.1, cf. tb. Clem.Al.QDS 27.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut négliger ; ἀμελητέον on doit négliger, gén..
Étymologie: ἀμελέω.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀμελέω,]
I. one must neglect, τινός Isocr.
II. ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμελητέος, -α, ον) ἀμελῶ
1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος
2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα)
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει.