χασμάομαι
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A yawn, gape, ὁπόταν χασμᾷ when you are gaping, Ar.Eq.824 (anap.), cf. Hp.Mochl.4, Arist.GA719a19, Porph.Abst.1.28, etc.; οἱ τοὺς χασμωμένους ὁρῶντες Pl.Chrm.169c; ἰλιγγιᾶν καὶ χ. Id.Grg.486b, 527a; of a door, τῆς θύρας χασμωμένης Alex.257. II οἱ χασμώμενοι, = οἱ κεχηνότες, gabies, Porph.Chr.49.
German (Pape)
[Seite 1340] dep. med., gähnen, weit aus einander klaffen, gähnen, bes. das Maul öffnen; Ar. Equ. 823 ὁπόταν χασμᾷ, wo der Schol. erkl. ὁπότε μετεωροφρονεῖς καὶ περὶ ἄλλα τὴν διάνοιαν ἔχεις; – von der Thür, Alexis bei Ath. IV, 165; – übertr., verlegen, verblüfft sein, καὶ ἰλιγγιάω Plat. Gorg. 486 b 527 a; ὥσπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες Charm. 169 e.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
I. être béant :
1 bâiller;
2 en parl. d'une porte être entrouvert;
II. demeurer bouche béante, càd être comme hébété ou stupide ; regarder avec envie.
Étymologie: χάσμα.
Russian (Dvoretsky)
χασμάομαι: ион. χασμέομαι разевать рот, стоять с разинутым ртом Arph., Plat., Arst.: χ. εἴς τι Theocr. разинув рот глядеть на что-л.
Greek (Liddell-Scott)
χασμάομαι: Ἀποθ. ὡς καὶ νῦν, ἀνοίγω τὸ στόμα μεγάλως, χασμῶμαι, ὁπόταν χασμᾷ ὅταν χασμᾶσαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 824· Ἱππ. Μοχλ. 847, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 5, 1, κτλ.· οἱ τοὺς χασμωμένους ὁρῶντες Πλάτ. Χαρμ. 169C. ἰλιγγιᾶν καὶ χ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486Ε, 527Α· ἐπὶ θύρας, τῆς θύρας χασμωμένης Ἄλεξις ἐν «Φυγάδι» 1. 7.
Spanish
Mantoulidis Etymological
-ῶμαι (=χασμουριέμαι). Ἀπό τό χάσμη (=χασμούρημα) τοῦ χάσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
bostezar como señal ἐὰν χασμήσῃ πλειστάκις, βούλεται πρὸς σε ἐλθεῖν si bostezas frecuentemente, quiere ir hacia ti P IV 134