ἐπιχλευάζω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
jeer, abs., Ph.1.193,426, al.: c. acc., make a mock of, τι Plu.Num.22; τινα App.Syr.53; mock at, τινὶ ὅτι.. Plu.2.93b; say scornfully, κερδὼ δ' ἐπεχλεύαζεν ὡς.. Babr.82.4, cf. Ph.2.436.
German (Pape)
[Seite 1004] verspotten, verhöhnen, τί, καὶ καθυβρίζειν Plut. Num. 22; καὶ ἐπιγελάω Luc. gymn. 13; Sp. τινί, wie Heliod. 6, 12; absolut, Babr. 82, 4.
French (Bailly abrégé)
se moquer de.
Étymologie: ἐπί, χλευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχλευάζω: издеваться, глумиться, осмеивать (Luc., Babr.; τινί и τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχλευάζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τι Πλουτ. Νουμ. 22· τινὰ Ἀππ. Συρ. 53· περιγελῶ τινα, τινι ὅτι... Πλούτ. 2. 93B· λέγω περιφρονητικῶς, κερδὼ δ’ ἐπεχλεύαζεν ὡς... Βαβρ. 82. 4.
Greek Monolingual
ἐπιχλευάζω (Α)
1. χλευάζω, κοροϊδεύω κάποιον ή κάτι
2. λέω περιφρονητικά.
Greek Monotonic
ἐπιχλευάζω: μέλ. -σω, κοροϊδεύω, περιγελώ, τι, σε Πλούτ.· μιλώ περιφρονητικά, σε Βάβρ.
Middle Liddell
fut. σω
to make a mock of, τι Plut.: to say scornfully, Babr.