αὐλωπίας

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλωπίας Medium diacritics: αὐλωπίας Low diacritics: αυλωπίας Capitals: ΑΥΛΩΠΙΑΣ
Transliteration A: aulōpías Transliteration B: aulōpias Transliteration C: avlopias Beta Code: au)lwpi/as

English (LSJ)

ου, ὁ (Dor. gen. ία Archestr.Fr.33), a large fish, similar to ἀνθίας, perhaps Serranus gigas, Arist.HA570b19, Henioch.3.4, Ael. NA13.17; cf. αὐλωπός.

Spanish (DGE)

κοιλόφθαλμος Hsch.
-ου, ὁ
• Morfología: [dór. gen. -α Archestr.SHell.164.1]
ict. un tipo de atún, quizá el bonito o albacora, Thynnus alalonga Arist.HA 570b19, Henioch.3.4, Archestr.l.c., Ael.NA 13.17, cf. tb. ἀλλοπίᾶς y αὐλωπός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson de mer inconnu.
Étymologie: αὐλός, ὤψ.

German (Pape)

ὁ, = αὐλωπός, Arist. H.A. 6.17; Henioch. Ath. VI.271b; Ael. N.A. 13.17.

Russian (Dvoretsky)

αὐλωπίας: ου ὁ авлопий (род неизвестной нам морской рыбы; по некот. предполож. - Scomber alalonga) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλωπίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὁ ἄλλως καλλιώνυμοςἀνθίας καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ αὐλωπίας, ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

αὐλωπίας, ο (Α)
είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπίας < ωπ (< ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)].