δοριπτοίητος

From LSJ
Revision as of 13:12, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον, scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d'un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

German (Pape)

ὀστέα, durch den Speer gescheucht, in der Schlacht zerstreut, Philostr. 2 (VII.297).

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.