δικαιοπραγέω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
act honestly, Arist.EN1135a16, PTeb.183 (ii B. C.), Ceb.41, Plu.Sol.5, Sallust.19, etc.; τὰ μεγάλα Jason ap.Plu.2.135f; πρός τινα Arist.Rh.1373b22.
Spanish (DGE)
1 obrar con justicia, obrar honestamente ἀδικεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν Arist.Rh.1373b22, EN 1135a17, τὸ φρονεῖν ἐν μόνῳ τῷ δ. τιθέμενος M.Ant.4.37, cf. Aristeas 231, PTeb.183 descr. (II a.C.), IPr.108.105 (II a.C.) en Sitz.Wien.183(3).1921.51, ICr.1.16.17.10 (Lato II a.C.), Ceb.41, Ph.1.551, Plu.Sol.5, Ath.307c, Clem.Al.Strom.4.17.107, Origenes M.12.1148B, Basil.M.29.305A, φόβῳ δικαιοπραγοῦντες ἄνθρωποι Sallust.19, c. ac. de rel. ἕνεκα τοῦ τὰ μεγάλα δικαιοπραγεῖν Plu.2.135f
•en v. med. mismo sent., c. dat. μὴ δικαιοπραγουμένου μου τῷ κεφαλαίῳ καὶ τόκοις si no obro con justicia en relación con el capital y los intereses, POxy.2722.43 (II d.C.).
2 en v. pas. recibir satisfacción, POsl.40.18 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 626] gerecht handeln, im Gegensatz von ἀδικεῖν, Arist. rhet. 1, 23 Eth. 1, 8, 12 u. öfter, wie Sp., z. B. Plut. πρός τινα, sol. anim. 6, entgeggstzt παρανομεῖν. Sol. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pratiquer la justice.
Étymologie: δίκαιος, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοπρᾱγέω: поступать справедливо, быть честным Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπρᾱγέω: τὰ δίκαια πράττω, ἀσκῶ δικαιοσύνην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3, Ἠθ. Ν. 5. 9, 2.
Greek Monotonic
δῐκαιοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω, ενεργώ δίκαια, με τιμιότητα, σε Αριστ.
Middle Liddell
to act honestly, Arist.