δύσιππος
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
ον, hard to ride in: τὰ δ. parts unfit for cavalry-service, X.HG3.4.12; δ. χώρα Plu.Phil.14.
Spanish (DGE)
-ον
por donde es difícil cabalgar χώρα Plu.Phil.14, ἡ Ἀττική Plu.Sull.15, ἡ Καρία Plu.Ages.10
•neutr. subst. τὰ δύσιππα lugares poco aptos para la caballería X.HG 3.4.12, Ages.1.15.
German (Pape)
[Seite 681] unbequem für Reiterei, χώρα Plut. Philop. 14; τὰ δ., für die Reiterei ungünstiges Terrain, Xen. Hell. 3, 4, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
peu favorable à la cavalerie.
Étymologie: δυσ-, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
δύσιππος: неблагоприятный для конницы: δ. χώρα Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. непроезжая для конницы местность.
Greek (Liddell-Scott)
δύσιππος: -ον, ὁ δύσκολος, ἀπρόσφορος πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. χώρα Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― ὡσαύτως δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ.
Greek Monolingual
δύσιππος, -ον (Α)
(για χώρο) ο ακατάλληλος για ιππασία.
Greek Monotonic
δύσιππος: -ον, δύσβατος για ιππασία· τὰ δ., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ.
Middle Liddell
δύσ-ιππος, ον
hard to ride in; τὰ δ. parts unfit for cavalry-service, Xen., Plut.