εὐγονία

From LSJ
Revision as of 13:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγονία Medium diacritics: εὐγονία Low diacritics: ευγονία Capitals: ΕΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: eugonía Transliteration B: eugonia Transliteration C: evgonia Beta Code: eu)goni/a

English (LSJ)

ἡ, fruitfulness, Pl.R.546a, X.Lac.1.6, Ph.2.390, etc.; opp. ἀγονία, Iamb. Comm. Math.15.

German (Pape)

[Seite 1060] ὴ, Fruchtbarkeit, Erzeugung guter oder schöner Kinder, Plat. Rep. VIII, 546 a; Xen. Lac. 1, 6; θρεμμάτων Plut. Rom. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
heureuse fécondité.
Étymologie: εὔγονος.

Russian (Dvoretsky)

εὐγονία: ἡ (тж. εὐ. θρεμμάτων Plut.) плодовитость Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγονία: ἡ, γονιμότης, εὐφορία, Πλάτ. Πολ. 546Α, Ξενοφ. Λακ. 1. 6.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγονία) εύγονος
νεοελλ.
η απόκτηση υγιών απογόνων
αρχ.-μσν.
γονιμότητα, ευφορία.

Greek Monotonic

εὐγονία: ἡ, γονιμότητα, ευφορία, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐγονία, ἡ,
fruitfulness, Xen. [from εὔγονος