εὐεργέτημα

From LSJ
Revision as of 13:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργέτημα Medium diacritics: εὐεργέτημα Low diacritics: ευεργέτημα Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ
Transliteration A: euergétēma Transliteration B: euergetēma Transliteration C: evergetima Beta Code: eu)erge/thma

English (LSJ)

ατος, τό, service done, kindness, πρός τινα X.Cyr.8.2.2, cf. Hp.Ep.25 (pl.), etc.: pl., X.Cyr.5.5.34, Isoc.4.34, Arist.EN1161a16, IG22.808, etc.

German (Pape)

[Seite 1065] τό, die Gutthat, Wohlthat, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Isocr. 4, 34; Dem. 1, 10 u. Sp., wie Pol. 30, 11, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bienfait.
Étymologie: εὐεργετέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργέτημα: ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργέτημα: τό, πρᾶξις εὐεργετική, εὐεργεσία, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Ἰσοκρ. 47C, κτλ.: πληθυντ., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 34. Ἀριστ., κλ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐεργέτημα) ευεργετώ
αγαθή και ωφέλιμη πράξη που γίνεται για κάποιον
νεοελλ.
(νομ.) ευεργετική διάταξη ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα λύση σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («εὐεργέτημα πολυτέκνων»).

Greek Monotonic

εὐεργέτημα: -ατος, τό, αγαθή, καλή υπηρεσία, καλοσύνη, αγαθοεργία σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐεργέτημα, ατος, τό, [from εὐεργτέω]
a service done, kindness, Xen.

English (Woodhouse)

benefaction, benefit, boon, favor, favour, kindness, service, kind act

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)