δύσριγος

From LSJ
Revision as of 13:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσρῑγος Medium diacritics: δύσριγος Low diacritics: δύσριγος Capitals: ΔΥΣΡΙΓΟΣ
Transliteration A: dýsrigos Transliteration B: dysrigos Transliteration C: dysrigos Beta Code: du/srigos

English (LSJ)

ον, impatient of cold, sensitive to cold, ζῷα Hdt.5.10, cf.Arist.HA605a20 (Sup.), Men.1007, J.AJ7.14.3, Plu.2.916a; of plants, Thphr.HP6.7.3. Adv. -γως Ruf. ap. Orib. 8.24.61, Agathin.ib.10.7.17: Comp. -οτέρως, διάγειν Arist.Pr.863a2.

Spanish (DGE)

(δύσρῑγος) -ον
1 que no tolera el frío, muy sensible al frío de anim. μέλισσαι Hdt.5.10, ὁ ὄνος Arist.HA 605a20, cf. GA 748a24, Str.7.3.18, δύσριγα γὰρ ὄντα διὰ τὸ ἄναιμα εἶναι (τὰ ὀστρακόδερμα) Arist.PA 680a35, prov. δυσριγότερος χελώνης más friolero que una tortuga Macar.3.41, ὁ ἐλέφας Arist.HA 630b26, cf. 610b33, τὰ κέρατα βοός Str.7.3.18, de plantas ἀβρότονον Thphr.HP 6.7.3, τὰ φυτά Plu.2.648d
ref. a pers. que le afecta el frío, friolero Ar.Fr.94, Men.Fr.588, οἱ μεθύοντες Arist.Pr.871a1, οἱ ἀθληταί Arist.Pr.887b22, cf. 888a23, κενώτεροι δὲ ὄντες δυσριγότεροι somos más propensos al frío cuando tenemos el estómago vacío Arist.Pr.888b37, ἡ κεφαλή Arist.PA 665b30, διὰ τὸν χρόνον δ. ὑπῆρχεν I.AI 7.343.
2 adv. -ως con sensibilidad al frío, con frío δ. διάγειν Arist.Pr.863a2, πυρέσσοντα δὲ δ. ἔχειν tener escalofríos estando febril Ruf. en Orib.8.24.61, εἰ πρὸς τὴν ἀπόδυσιν δ. ἔχοιεν Agathin. en Orib.10.7.17.

German (Pape)

[Seite 688] sehr frostig; ζῶα Her. 5, 10; Ar. bei Poll. 4, 186 u. Men. bei Phryn. 418, wo es für unatt. erkl. wird; Arist. H. A. 8, 25 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très frileux.
Étymologie: δυσ-, ῥῖγος.

Russian (Dvoretsky)

δύσρῑγος: чувствительный к холоду, зябкий (ζῷα Her., Arst.; πάντα τὰ μαλάκια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσρῑγος: -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ ῥῖγος, λίαν εὐαίσθητος εἰς τὸ ψῦχος, ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.

Greek Monolingual

δύσριγος, -ον (AM)
αυτός που εύκολα αισθάνεται ρίγος, ο ευαίσθητος στο κρύο.

Greek Monotonic

δύσρῑγος: -ον, ευαίσθηστος στο κρύο, στο ψύχος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

δύσ-ρῑγος, ον
impatient of cold, Hdt.