κισσοστέφανος
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ον, ivy-crowned, of Dionysus, AP9.524.11.
German (Pape)
[Seite 1443] = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
κισσοστέφᾰνος: увенчанный плющом (Βάκχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοστέφᾰνος: -ον, ἐστεμμένος κισσῷ, Ἀνθ. Π. 9, 524, 11.
Greek Monolingual
κισσοστέφανος, -ον (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυοστέφανος, χαλκοστέφανος.
Greek Monotonic
κισσοστέφανος: -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.