καλλιζυγής

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιζῠγής Medium diacritics: καλλιζυγής Low diacritics: καλλιζυγής Capitals: ΚΑΛΛΙΖΥΓΗΣ
Transliteration A: kallizygḗs Transliteration B: kallizygēs Transliteration C: kallizygis Beta Code: kallizugh/s

English (LSJ)

ές, beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).

Russian (Dvoretsky)

κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).

Greek Monolingual

καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, ομοζυγής].

Greek Monotonic

καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.

Middle Liddell

καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.