μελάγκαρπος

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].