μυών
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῡ], ῶνος, ὁ, (μῦς IV) cluster of muscles, muscle, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Il.16.315, cf. 324 (pl.), A.R.4.1520, Theoc.25.149.
German (Pape)
[Seite 224] ῶνος, ὁ, die Stelle des Leibes, wo viele Muskeln beisammenliegen, Muskelknoten, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 315, vgl. 324; sp. D., wie Theocr. 25, 149 Ap. Rh. 4, 1520; Christod. Ecphr. 236. [Der Länge des υ wegen ist nicht nöthig μυιών zu schreiben, wie Hesych. hat, es für die Maus der Hand erklärend.]
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
point d'attache où se réunissent plusieurs muscles.
Étymologie: μῦς.
Russian (Dvoretsky)
μῡών: ῶνος ὁ мышечный узел, мускулатура Hom., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
μῡών: -ῶνος, ὁ, (μῦς IV) ἄθροισμα μυῶν τοῦ σώματος, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Ἰλ. Π. 315, πρβλ. 324. [Ὁ Heyne προτείνει τὴν γραφ. μυιών, ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ ποιητικὴν χρῆσιν τὸ υ ἐν τῇ λέξει ταύτῃ εἶναι ἀεὶ μακρόν, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1520, Θεόκρ. 25. 149.]
Greek Monotonic
μῡών: -ῶνος, ὁ (μῦς II), ένα σύνολο μυών του σώματος, μυς, σε Ομήρ. Ιλ.