περσέπολις

From LSJ
Revision as of 14:27, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περσέπολις Medium diacritics: περσέπολις Low diacritics: περσέπολις Capitals: ΠΕΡΣΕΠΟΛΙΣ
Transliteration A: persépolis Transliteration B: persepolis Transliteration C: persepolis Beta Code: perse/polis

English (LSJ)

poet. also περσέπτολις, εως, ὁ, ἡ, (πέρθω) destroyer of cities; epithet of Pallas, Lamprocl.1; ὁ περσέπολις στρατός A.Pers.65 (lyr.; parodied by Eup.192, cf. Phryn.Com.72); περσέπολις Τρώων Poet. ap. Hld.3.2, cf. Call.Lav.Pall.43.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, ἡ, Städte zerstörend, Ar. Nubb. 967, von der Pallas gesagt, u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destructeur de villes.
Étymologie: πέρθω, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περσέπολις -εως, ὁ, ἡ, ep. περσεπτόλις [πέρθω, πόλις] stedenverwoester.

Russian (Dvoretsky)

περσέπολις: Aesch. περσέπτολις, εως adj. πέρθω разрушающий города (ὁ βασίλειος στρατός Aesch.; Παλλάς Arph.).

Greek Monolingual

και περσέπτολις, ὁ, ἡ Α
1. αυτός που εκπορθεί και καταστρέφει πόλεις (α. «ὁ περσέπτολις βασίλειος στρατός», Αισχύλ.
β. «Νεοπτόλεμον, περσέπτολιν Τρώων», Ηλιόδ.
γ. «Παλλάδα περσέπτολιν δεινάν», Αριστοφ.)
2. ως κύριο όν. Περσέπολις
η αρχαία πρωτεύουσα της Περσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ένσιγμου αορίστου ἔπερσα του ρήματος πέρθω «καταστρέφω» + πόλις (για τον σχηματισμό του τ. πρβλ. ἀκερσεκόμης)].

Greek Monotonic

περσέπολις: ποιητ. επίσης περσέ-πτολις, -εως, ὁ, ἡ (πέρθω
I. εξολοθρευτής των πόλεων, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Περσέπολις, η αρχαία πρωτεύουσα της Περσίας, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

περσέπολις: ποιητ. ὡσαύτως περσέπτολις, εως, ὁ, ἡ, (πέρθω) ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις· ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 967· ὁ περσέπτολις βασίλειος στρατὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 65 (παρῳδούμενον ὑπὸ τοῦ Εὐπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 1)· Νεοπτόλεμον περσέπολιν Τρώων Ποιητὴς παρ’ Ἡλιοδ. 3. 2, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 43. ΙΙ. ἡ ἀρχαία τῆς Περσίας πρωτεύουσα πόλις καὶ τόπος ταφῆς τῶν βασιλέων αὐτῆς, Στράβ. 729 κἑξ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 1.

Middle Liddell

περσέ-πολις, πέρθω
I. destroyer of cities, Aesch., etc.
II. Persepolis, the ancient capital of Persia, Strab.