οἰνοχαρής

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχᾰρής Medium diacritics: οἰνοχαρής Low diacritics: οινοχαρής Capitals: ΟΙΝΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: oinocharḗs Transliteration B: oinocharēs Transliteration C: oinocharis Beta Code: oi)noxarh/s

English (LSJ)

ές, merry with wine, IG14.2125; as a nickname, ib.3.1379.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.

German (Pape)

ές, sich am Weine freuend, Ep.adesp. 703 (APP 225).

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].

Greek Monotonic

οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰνο-χᾰρής, ές χαίρω
rejoicing in wine, Anth.