προσάρκτιος

From LSJ
Revision as of 14:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρκτιος Medium diacritics: προσάρκτιος Low diacritics: προσάρκτιος Capitals: ΠΡΟΣΑΡΚΤΙΟΣ
Transliteration A: prosárktios Transliteration B: prosarktios Transliteration C: prosarktios Beta Code: prosa/rktios

English (LSJ)

ον, northerly, Plb.34.5.9, Str.1.4.5, J.BJ1.7.3.

German (Pape)

[Seite 752] gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
septentrional.
Étymologie: πρός, ἄρκτος.

Russian (Dvoretsky)

προσάρκτιος: лежащий к северу, северный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρκτιος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν, βόρειος, Πολύβ. 34. 5, 9, Στράβ. 64, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)].

Greek Monotonic

προσάρκτιος: -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.

Middle Liddell

προσ-άρκτιος, ον, ἄρκτος
towards the north, Strab.