σκυτοτομία

From LSJ
Revision as of 14:41, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομία Medium diacritics: σκυτοτομία Low diacritics: σκυτοτομία Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: skytotomía Transliteration B: skytotomia Transliteration C: skytotomia Beta Code: skutotomi/a

English (LSJ)

ἡ, shoemaking, Id.R.397e.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομία:сапожное ремесло Plat.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]
shoemaking, Plat.