χαλκεοτευχής

From LSJ
Revision as of 15:06, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοτευχής Medium diacritics: χαλκεοτευχής Low diacritics: χαλκεοτευχής Capitals: ΧΑΛΚΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chalkeoteuchḗs Transliteration B: chalkeoteuchēs Transliteration C: chalkeotefchis Beta Code: xalkeoteuxh/s

English (LSJ)

ές, armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à l'armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεοτευχής: носящий медные доспехи (Καπανεύς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, -ές, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. -τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

χαλκεοτευχής: -ές (τεῦχος), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

χαλκεο-τευχής, ές τεῦχος
armed in brass, Eur.