ἀκτένιστος
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.
Spanish (DGE)
-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, κτενίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.
German (Pape)
κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτένιστος: не(при)чесанный (κόμη Soph.).
Middle Liddell
κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.