ἀρτηριακός

From LSJ
Revision as of 15:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτηριακός Medium diacritics: ἀρτηριακός Low diacritics: αρτηριακός Capitals: ΑΡΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: artēriakós Transliteration B: artēriakos Transliteration C: artiriakos Beta Code: a)rthriako/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the trachea or bronchi, esp. -κή (sc. ἀντίδοτος), ἡ, medicament for their treatment, Plin.HN20.207, 23.136, Gal.13.1; δυνάμεις Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; -κὸν ἴσχαιμον styptic for arterial haemorrhage, Id.3.19; ἀ. πάθος, τὰ ἀ., affections of these organs, Paul.Aeg.3.28; ἡ -κή a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας left ventricle, Placit.4.5.7; ἀ. φωνή, of the human voice, opp. ἡ τῶν ὀργάνων, Nicom.Harm.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. fem. arteriace Plin.HN 20.207, 23.136
medic.
I arterial ἀρτηριακὴ κοιλία τῆς καρδίας el ventrículo arterial del corazón, e.d. el ventrículo izquierdo Placit.4.5.7, ἴσχαιμον ἀρτηριακόν tratamiento para contener la hemorragia arterial Aët.3.19 (cód.).
II 1traqueal φωνή de la voz humana op. al sonido de instrumentos, Nicom.Harm.2.
2 que afecta a la tráquea y vías respiratorias δυνάμεις propiedades curativas de las afecciones respiratorias Androm. en Gal.13.14, φάρμακα Aët.8.55, πάθος Paul.Aeg.3.28.1, διαθέσεις Gp.12.17.13.
3 subst. ἡ ἀρτηριακή medicamento para las afecciones de la tráquea y vías respiratorias περὶ ... κατάρρου καὶ ἀρτηριακῶν καὶ βηχός Paul.Aeg.3.28 tít.

German (Pape)

[Seite 361] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
artériel.
Étymologie: ἀρτηρία.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτηριᾰκός: кровеносный (κοιλία τῆς καρδίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτηριακός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. πάθος, τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, φάρμακον πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. κοιλία τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αρτηριακός, -ή, -όν) αρτηρία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες
αρχ.
1. εκείνος ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία και στους βρόγχους
2. το θηλ. ως ουσ. η αρτηριακή
φάρμακα για τη θεραπεία αρτηριακών ανωμαλιών.