ἄλλιστος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, Ep. for ἄλιστος, (λίσσομαι) inexorable, Ἅιδης AP7.643 (Crin.), IG14.1909.3.
Spanish (DGE)
-ον
inexorable ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος Euph.122.4, ᾍδης AP 7.643 (Crin.), IUrb.Rom.1290 (II/III a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλιστος: неумолимый (Ἃιδης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλιστος: -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, (λίσσομαι) ἀδυσώπητος, Ἅιδης, Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643.
Greek Monotonic
ἄλλιστος: -ον, Επικ. αντί ἄ-λιστος (λίσσομαι), αδυσώπητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[epic for ἄλιστος, λίσσομαι
inexorable, Anth.