ἐφηβάω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
Ion. ἐπηβάω, come to man's estate, grow up to manhood, Hdt.6.83, A.Th. 665, E.Fr.559, X.Cyr.6.1.12.
German (Pape)
[Seite 1116] ion. ἐπηβάω, heranwachsen, ein ἔφηβος werden; οὔτ' ἐν τροφαῖσιν οὔτ' ἐφηβήσαντά πω Aesch. gpt. 647, weder in der Kindheit, noch da er heranwuchs; ἐς ὃ ἐπήβησαν οἱ παῖδες Her. 6, 83; im med., ἀντὶ δὲ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι καὶ ἐφηβήσονται καὶ ἐπιγενήσονται Xen. Cyr. 6, 1, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]entrer dans l'adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
Russian (Dvoretsky)
ἐφηβάω: ион. ἐπηβάω вступать в юношеский возраст, становиться юношей Aesch., Eur., Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηβάω: Ἰων. ἐπηβάω, φθάνω εἰς ἡλικίαν ἐφήβου, ἀνδροῦμαι, Ἡρόδ. 6. 83, Αἰσχύλ. Θήβ. 665, Εὐρ. Ἀποσπ. 563, Ξεν. Κύρ. 6. 1. 12.
Greek Monotonic
ἐφηβάω: Ιων. ἐπ-, μέλ. -ήσω, φτάνω στην εφηβική ηλικία, μεγαλώνω και ανδρώνομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
ionic ἐπ- fut. ήσω
to come to man's estate, grow up to manhood, Hdt., Aesch., Xen.