ὀδυρτός
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
όν, mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4 : neut. ὀδυρτά, as adverb, painfully, Ar.Ach.1226.
German (Pape)
[Seite 295] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
]lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀδυρτός: внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. ὀδυρτά.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
Greek Monolingual
ὀδυρτός, -ή, -όν (Α) οδύρομαι
1. αξιοθρήνητος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά
με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὀδυρτός: -ή, -όν (ὀδύρομαι), αξιολύπητος, αξιοθρήνητος· ουδ. πληθ. ὀδυρτά, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδυρτός, ή, όν ὀδύρομαι
mourned for, lamentable: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., painfully, Ar.