Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικερδής

From LSJ
Revision as of 17:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικερδής Medium diacritics: ἐπικερδής Low diacritics: επικερδής Capitals: ΕΠΙΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: epikerdḗs Transliteration B: epikerdēs Transliteration C: epikerdis Beta Code: e)pikerdh/s

English (LSJ)

ές, profitable, advantageous, TAM2(1).245 (Lycia), Aesop.137, Vett.Val.189.30, al., Heph.Astr.2.30, App.BC1.57.

German (Pape)

[Seite 948] ές, Gewinn bringend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lucratif.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπικερδής)
αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελήςεπικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)
αρχ.
(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης του εμπορίου, του κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).
επίρρ...
επικερδώς
με τρόπο επικερδή, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικερδής: прибыльный, выгодный (ναυτιλία Luc.).