Πολύμνια
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ἡ, contr. for Πολυύμνια, Polymnia or Polyhymnia, she of the many hymns, one of the Muses, Hes.Th.78; later, the Muse of Lyric poetry, Sch.A.R.3.1; of learning (cf. Πολυμάθεια), Plu.2.746d; Πολυμνίς, ίδος, Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.186.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Polymnie, une des Muses.
Étymologie: p. *Πολυΰμνια, de πολύς, ὕμνος.
Russian (Dvoretsky)
Πολύμνια: ἡ Поли(ги)мния, «Богатая гимнами» (муза лирической поэзии и гимнов) Hes., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Πολύμνια: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ Πολυΰμνια, δηλ. ἡ ἔχουσα πολλοὺς ὕμνους, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78· παρὰ μεταγεν., ἡ θεὰ τῆς λυρικῆς ποιήσεως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1· καὶ τῆς παιδείας, καλουμένη προσέτι καὶ Πολυμάθεια, Πλούτ. 2. 746Ε. ― Πολυμνίς, ίδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
μία από τις εννέα Μούσες, αυτή που συνθέτει πολλούς ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πολυ- + ὕμνος + κατάλ. -ια].
Greek Monotonic
Πολύμνια: ἡ, συνηρ. αντί Πολυ-ύμνια, η Πολύμνια ή Πολυύμνια, δηλ. αυτή που έχει πολλούς ύμνους, μία από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
Πολ-ύμνια, ἡ,
contr. for Πολυ-ύμνια, Polymnia or Polyhymnia, i. e. she of the many hymns, one of the nine Muses, Hes.