μεγήρατος

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

German (Pape)

[Seite 110] sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
grandement digne d'être aimé, très aimable.
Étymologie: μέγας, ἐρατός.

Russian (Dvoretsky)

μεγήρᾰτος: внушающий любовь к себе, т. е. милый (τέκνα θεάων Hes. - v. l. μεγήριτος).

Greek (Liddell-Scott)

μεγήρᾰτος: -ον, (ἐρατὸς) ὑπερβαλλόντως ἀγαπητός, ἐπέραστος, μ. τέκνα θεάων Ἡσ. Θ. 240· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι ἀνέγνω, μεγήριτα, καὶ ἑρμηνεύει: «τίμια· μεγαλόχαρτα».

Greek Monolingual

μεγήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α)- + -ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευήρατος, πολυήρατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγήρᾰτος: -ον (ἐρατός), αυτός που μπορεί να αγαπηθεί με πάθος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μεγ-ήρᾰτος, ον ἐρατός
passing lovely, Hes.