μεγήρατος
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
German (Pape)
[Seite 110] sehr liebenswürdig, Hes. Th. 240, wo Andere mit Hesych. μεγήριτος lesen wollen, viel umstritten, viel umworben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
grandement digne d'être aimé, très aimable.
Étymologie: μέγας, ἐρατός.
Russian (Dvoretsky)
μεγήρᾰτος: внушающий любовь к себе, т. е. милый (τέκνα θεάων Hes. - v. l. μεγήριτος).
Greek (Liddell-Scott)
μεγήρᾰτος: -ον, (ἐρατὸς) ὑπερβαλλόντως ἀγαπητός, ἐπέραστος, μ. τέκνα θεάων Ἡσ. Θ. 240· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι ἀνέγνω, μεγήριτα, καὶ ἑρμηνεύει: «τίμια· μεγαλόχαρτα».
Greek Monolingual
μεγήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α)- + -ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευήρατος, πολυήρατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγήρᾰτος: -ον (ἐρατός), αυτός που μπορεί να αγαπηθεί με πάθος, σε Ησίοδ.