μισθαρνικός

From LSJ
Revision as of 18:42, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνικός Medium diacritics: μισθαρνικός Low diacritics: μισθαρνικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnikós Transliteration B: mistharnikos Transliteration C: mistharnikos Beta Code: misqarniko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).

Greek Monotonic

μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.