ἀείφρουρος
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ον, ever-watching, keeping eternal watch i.e. everlasting, τῷ ἀ. μελιλώτῳ Cratin.98.7; οἴκησις ἀείφρουρος, of the grave, S.Ant.892; πόνοι Opp.H.4.189.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀιείφρουρος S.Ant.892
siempre vigilante de ahí perenne, eterno μελίλωτος Cratin.105.7, οἴκησις de la tumba, S.Ant.892, πόνος Opp.H.4.189, cf. S.Fr.580 (dud., aunque cf. ἀΐφρουρος· αἰθάλη. Σοφοκλῆς).
German (Pape)
[Seite 41] stets bewachend, gefangen haltend, οἴκησις Soph. Ant. 891, vom Grabe; πόνοι Opp. H. 4, 189; μελίλωτος Cratin. bei Ath. XV, 685 c, perennirend. Hes. erklärt ἀειθαλής aus Soph., s. ἀειφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui garde, qui tient enfermé pour toujours.
Étymologie: ἀεί, φρουρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀείφρουρος -ον ἀεί, φρουρός die altijd waakt, alleen overdr. in:. ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος ingegraven behuizing die me altijd zal bewaken Soph. Ant. 892.
Russian (Dvoretsky)
ἀείφρουρος: держащий в вечном заточении (οἴκησις, sc. τύμβος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀείφρουρος: -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. αἰώνιος, «ὁ ἀεὶ διαμένων, ἀειθαλής», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ ἀειφόρος)· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· οἴκησις, ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189.
Greek Monotonic
ἀείφρουρος: -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· οἴκησις ἀείφρουρος, λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.
Middle Liddell
ever-watching, i. e. ever-lasting, οἴκησις ἀείφρ., of the grave, Soph.