ὑπότυφος

From LSJ
Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότῡφος Medium diacritics: ὑπότυφος Low diacritics: υπότυφος Capitals: ΥΠΟΤΥΦΟΣ
Transliteration A: hypótyphos Transliteration B: hypotyphos Transliteration C: ypotyfos Beta Code: u(po/tufos

English (LSJ)

ον, puffed up, Ion Chius ap.Plu.Per.5; f.l. for ὑπάτυφος in Timo 60.

German (Pape)

[Seite 1237] etwas stolz; Timon bei D. L. 9, 18 (vgl. ὑπάτυφος); Plut. Pericl. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu vain, un peu orgueilleux.
Étymologie: ὑπό, τῦφος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότῡφος: несколько надменный Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότῡφος: -ον, ὀλίγον τετυφωμένος, Ἴων ἐν Πλουτ. Περικλ. 5, Συνέσ. 39D· οὕτω δὲ ἐφέρετο πρότερον ἐν Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 18, ἔνθα νῦν γράφουσιν ὑπάτυφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τῦφος «έπαρση, αλαζονεία»].

Greek Monotonic

ὑπότῡφος: -ον, κάπως υπερόπτης, αλαζόντας, επηρμένος, αυθάδης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπό-τῡφος, ον,
somewhat arrogant, Plut.