ἐχεφροσύνη
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, prudence, good sense, AP9.767 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Verstand, Klugheit, Paul. Sil. 68 (IX, 767).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bon sens, sagesse, prudence.
Étymologie: ἐχέφρων.
Russian (Dvoretsky)
ἐχεφροσύνη: ἡ благоразумие, здравый смысл Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεφροσύνη: ἡ, φρόνησις, σύνεσις, Ἀνθ. Π. 9. 767.
Greek Monolingual
η (Α ἐχεφροσύνη) εχέφρων
σύνεση, σωφροσύνη, φρόνηση.
Greek Monotonic
ἐχεφροσύνη: ἡ, σύνεση, προνοητικότητα, φρονιμάδα, καλή κρίση, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐχεφροσύνη, ἡ,
prudence, good sense, Anth. [from ἐχέφρων