ἀκράαντος

From LSJ
Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράαντος Medium diacritics: ἀκράαντος Low diacritics: ακράαντος Capitals: ΑΚΡΑΑΝΤΟΣ
Transliteration A: akráantos Transliteration B: akraantos Transliteration C: akraantos Beta Code: a)kra/antos

English (LSJ)

[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.

German (Pape)

ἄκραντος, Hom. dreimal, Il. 2.138 ἔργον ἀκράαντον, Od. 2.202 θεοπροπίης, ἣν σὺ μυθέαι ἀκράαντον, 19.565 ὄνειροι ἔπε' ἀκράαντα φέροντες.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.

English (Autenrieth)

(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

Greek Monolingual

ἀκράαντος, -ον (Α)
ο ἄκραντος.

Greek Monotonic

ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.