βηματίζω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
(Act. only in Hsch.) A measure by paces, Plb.3.39.8 (Pass.); ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4:—Med., ὄμματι βηματίσαισθε τὸν ἀέρα Dionys.Eleg.3.5. II step, walk, Aesop. 322b.
Spanish (DGE)
1 medir, calcular mediante pasos, en v. pas. ταῦτα ... βεβημάτισται ... κατὰ σταδίους ὀκτώ Plb.3.39.8, ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4
•en v. med. mismo sent. ὄμματι βηματίσασθε τὸν αἰθέρα medid el aire e.e. calculad la distancia con la vista Dionys.Eleg.2.5, cf. en v. act., maced. según Hsch.
2 en v. act. pisar ποσὶ τὴν γῆν Amph.Or.2.137.
German (Pape)
[Seite 442] schreiten, Aesop.; abschreiten, durch Schritte ausmessen, Pol. 3, 39. 34, 12; Strab. VII p. 322.
French (Bailly abrégé)
f. βηματίσω;
marcher.
Étymologie: βῆμα.
Russian (Dvoretsky)
βημᾰτίζω:
1 шагать, ступать Aesop.;
2 измерять (шагами) (ὁβὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
βημᾰτίζω: μετρῶ διὰ βημάτων, Πολύβ. 3. 39, 8· βηματίζεσθαι αἰθέρα ὄμμασι Διονύσ. Ἐλεγ. 3. ΙΙ. καθόλου, πατῶ, βαδίζω, Εύστ. Πονημ. 27. 40· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. σ. 37sq.
Greek Monolingual
(AM βηματίζω)
κάνω βήματα, βαδίζω
αρχ.
υπολογίζω απόσταση με βήματα.