ὠτώεις
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. Adj. with ears or handles, τρίπους Il.23.264,513, Hes.Op.657. (The older form οὐατόεις [[[quod vide|q.v.]]] may originally have stood here, but has left no trace in codd.)
French (Bailly abrégé)
ώεσσα, ῶεν;
garni d'anses.
Étymologie: οὖς.
German (Pape)
εσσα, εν, geöhrt, mit Ohren, Griffen, Henkeln, τρίπους, Il. 23.264, 513, Hes. O. 659.
Russian (Dvoretsky)
ὠτώεις: ώεσσα, ῶεν οὖς снабженный ушками или ручками (τρίπους Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠτώεις: εσσα, εν, ποιητ. ἐπίθ., ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβάς, τρίπους Ἰλ. Ψ. 264, 513, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 655.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (οὖς): with ears or handles, Il. 23.264 and 513.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί», επικ. τ. του οὐατόεις].
Greek Monotonic
ὠτώεις: -εσσα, -εν (οὖς, ὠτός), ποιητ. επίθ., αυτός που έχει αυτιά ή λαβές, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὠτώεις, εσσα, εν [οὖς, ὠτός
poet. adj. with ears or handles, Il., Hes.