ὀκρίς
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
-ίδος, ὁ, ἡ, Adj. = ὀκριόεις, rugged, φάραγξ A. Pr. 1016. (Cf. Umbr. ocar (acc. ocrem, etc.) 'arx, mons', OLatin ocris = mons confragosus.)
German (Pape)
[Seite 317] ίδος, fem. zu ὀκριόεις, ὀκρίδα φάραγγα, Aesch. Prom. 1018.
French (Bailly abrégé)
ὀκρίδος
adj. f.
âpre, raboteux.
Étymologie: DELG lat. ocris, cf. ἄκρος.
Greek Monolingual
ὀκρίς, -ίδος, ό, ἡ (Α) όκρις
αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια.
Russian (Dvoretsky)
ὀκρίς: ίδος adj. f обрывистый, неровный, острый (φάραγξ Aesch.).
English (Woodhouse)
(see also: ὄκρις) precipitous, sheer, steep