μετακυλώ

From LSJ
Revision as of 18:42, 10 January 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

και μετακυλίωμετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) κυλώ/κυλίω
μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι
νεοελλ.
(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο
μσν.
μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι
(για τον τροχό του χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι
αρχ.
παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.