ὑπαγωγικός

From LSJ
Revision as of 13:37, 7 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγικός Medium diacritics: ὑπαγωγικός Low diacritics: υπαγωγικός Capitals: ΥΠΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: hypagōgikós Transliteration B: hypagōgikos Transliteration C: ypagogikos Beta Code: u(pagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4. II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).

German (Pape)

[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπαγωγός
1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς
2. ελκυστικός.

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἀναπειστήριος, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande (