ἀναζώω
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English (LSJ)
v. ἀναζάω.
German (Pape)
[Seite 188] poet, für ἀναζάω, Nic.
Greek Monolingual
ἀναζωῶ (ἀναζόω) (ΑΜ)
επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζωῶ.
ΠΑΡ. μσν. ἀναζώωσις.
ἀναζώω (Α) αναζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζώω, επικός και ιωνικός τ. αντί ζῶ].
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζώω: ἴδε ἀναζάω.